Ο Θωμάς Κοροβίνης αποχαιρετά με λόγια αγάπης τον συνοδοιπόρο του Νίκο Παπάζογλου (αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική LIFO 27/4/2011)

Καληνύχτα, καρντάση μου. Ο Θωμάς Κοροβίνης αποχαιρετά με λόγια αγάπης τον συνοδοιπόρο του Νίκο Παπάζογλου.

Παιδί της αλάνας, του μεροκάματου, της χειρωνακτικής αγωγής, του Κουλέ καφέ, της λαχαναγοράς και της Τούμπας. Του παιχνιδιού και της φιλίας. Των συμποσίων και της κραιπάλης. Του πιοτού και του γλεντιού. Αβρός και σεμνολόγος. Φιλόκαλος και φινετσάτος.
Σε είδα και σε έμαθα μικρός, ήσουνα διαλεχτός, από τα πρώιμα νιάτα σου σε φλέρταραν οι μύθοι. Ένιωθα πάντοτε μαζί σου εκλεκτική συγγένεια, ασκούσες πάνω μου ακαταμάχητη έλξη. Όταν γνωριστήκαμε πολλά χρόνια πριν, αγαπηθήκαμε. Σε πίστευα. Πολλές φορές τραβιόσουν από όλους κι από όλα, δεν ήταν από πόζα, ήταν από άμυνα κι από ανάγκη για περισυλλογή. Πώς θα ’βγαιναν χωρίς σοβαρή δουλειά αυτά τα λυρικά διαμάντια; Πώς θα τσαλαπατούσες την προπέτεια των μεταλλαγμένων «καλλιτεχνών»; Με τα πρωτόπλαστα μονάκριβα τραγούδια σου που γεννούσε μια ατόφια νταλγκαδιάρα ψυχή. Δεν κλονίστηκε η πίστη μου. Κρατούσες μέσα στα χρόνια. Πέρα και συχνά κόντρα στους συρμούς, τα δίχτυα των ευκαιριακών σειρήνων, τις πλεκτάνες. «Είναι μάγκας και θα μας ξελασπώσει ο χαριτόβρυτος», έλεγα στους άλλους. «Θα βάλουμε ένα χέρι κι εμείς. Θα τα καταφέρουμε». Μεγάλη η συμβολή σου στην τέχνη. Ξεχωριστό παλικάρι. Ένας καρντάσης μου, ένα καρντάσι. Άξιος καπετάνιος και άξιος ψαράς. Παιδί της αλάνας, του μεροκάματου, της χειρωνακτικής αγωγής, του Κουλέ καφέ, της λαχαναγοράς και της Τούμπας. Του παιχνιδιού και της φιλίας. Των συμποσίων και της κραιπάλης. Του πιοτού και του γλεντιού. Αβρός και σεμνολόγος. Φιλόκαλος και φινετσάτος. Με νόστιμα χωρατά και γουστόζικα καλαμπούρια. Πολυμήχανος. Πες ωραίος. Εκδηλώσεις λατρείας σε ακολούθησαν. Η μάνα σου, μου ’λεγες, σε σταύρωνε, μη σε ματιάσουν. Καμιά φορά έδειχνες πως ξέρεις καλά ότι μετράς. Σε παρεξηγούσαν. Δεν αναγνώριζαν ότι, αν ήθελες, μπορούσες να παίξεις σε άλλα γήπεδα. Να παίξεις σε πολλά κόλπα. Να τους παίξεις. Δεν το έκανες. Ήσουν πανέξυπνος και με αρχές. Είχες τη μοίρα ενός πολύ σπάνιου τάλαντου που διάλεξες να το διαθέτεις όποτε κι όπως γούσταρες. Από τα λίγα μας ταλέντα. Κάθετος.
«Τραγούδησέ μας, Νίκο».
«Εγώ θα πω αν και πότε θα τραγουδήσω».
Κρατούσες καραούλι στη βίγλα σου, χρόνια και χρόνια, χωρίς εκπτώσεις, επιμένοντας μαγκωμένος σε μια Θεσσαλονίκη αγνώριστη και σχεδόν ξεπουλημένη πια, συχνά βρίζοντας τα κατευθυνόμενα πεπρωμένα της φαρμακωμένος. Αλλά εσύ εκεί, δεμένος με τον πόνο των πρώτων προσφύγων, να σου δαγκώνουν την ψυχή η καραντίνα της Αρετσούς και τα λασπόνερα του Χαρμάνκιοϊ. Κι ο αδερφός σου, ο Ζαφείρης, να χαϊδεύει τον μπαγλαμά σου και να καμαρώνει: «Να ρωτήσεις τον Νίκο, ν’ ακούσει το τραγούδι και να σου πει». Δεν σου ’πρεπε τέτοιος Γολγοθάς. Στον προθάλαμο του τέλους βασανίστηκες. «Χρόνε άστατε, μπαμπέση, που στο δίχτυ σου όποιος πέσει χάνεται για τα καλά, πέταξέ μας ένα γάντζο......». Πώς να μη σε κλάψουμε; Ο θάνατός σου με βρήκε στην Πόλη. Σε μνημόνευσα στην ομογένεια. Έγινα ένα κουβάρι που σπαράζει. Δεν είμαι ο τύπος του καλού χριστιανού που τοποθετεί αυτομάτως την απώλεια των προσφιλών στο εικονοστάσι της ψυχής του, προσδοκώντας μακάριος την Ανάσταση. Είμαι παιδί της ζωής, σαν και σένα, και πονώ. Ξέρω πως δεν θα ξαναβρεθούμε, δεν θα ξαναδώ το ζωγραφισμένο σου χαμόγελο. Βίωσαν κι άλλοι, πολλοί, τη συντριβή. «Υποκλίνομαι και προσκυνώ», μου ’στειλε μήνυμα ο αγαπημένος Γιάννης Μακριδάκης απ’ τη Χίο. «Έχω λιώσει στο κλάμα».
Ανταμώναμε τυχαία στην παλιά παραλία, τυλιγμένοι μέσα στο χειμωνιάτικο πούσι που άχνιζε πάνω απ’ τα νερά του Θερμαϊκού, ή την άνοιξη, σε μιαν απόλυτη διαφάνεια, έτσι που πασίχαροι σχολιάζαμε τις απέναντι λεπτομέρειες απ’ την κορυφή του Μύτικα ή τα σπαραγμένα αρχαία της Μεθώνης. Αριστερά μας το Καραμπουρνάκι. Γνώριζες λεπτομέρειες για τον βυθό, τις τράτες, την παράδοση της Θεσσαλονίκης, τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τους παλιούς μουσικούς, τα μπιτς-πάρτι , τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ήμουν τσιγαρισμένος από άλλες διαβολικές φωτιές, από κείνες που δεν σβήνουν, και το ‘ξερες. Διάβαζες τα σεκλέτια μου και με πονούσες. Μ’ έπαιρνες στα χέρια σου και με κανάκευες μερακλίδικα. Και για αντιχάρισμα σού τραγουδούσα τούρκικα γκαζέλια. Αντίο, τραγουδισταρά μου. Είχες πάθος απροσμέτρητο για τα άσματα του λαού μας, έβγαζες ερμηνεία σαγηνευτική των παραδοσιακών, συνταρακτική των ρεμπέτικων. Κρίμα που δεν τα τραγούδησες σε δίσκο. Ίσως από σεβασμό στους πρώτους εκτελεστές. Αρνήθηκες την καθημερινή φθορά, απαξίωνες την υποκουλτούρα. Η κουβέντα σου είχε βάρος, οι συμβουλές σου πειθώ. Ευτύχησα να τραγουδήσεις ένα τραγούδι μου σε ηχογράφηση στη Γερμανία: «Έλα κι εσύ, σκληρέ Γαρμπή, και τι θα βρεις να πάρεις; Μας έπνιξε η μοναξιά, μας σκόρπισε ο Βαρδάρης». Σε μεγάλες παρέες διάλεγες και καθόσουν στο πλάι μου. Και μου ‘λεγες λόγια αξέχαστα. Κοιμήσου, μακρυμάλλη μου, μελαχρινέ, Ανατολίτη θεέ. Θα ανταμώσουμε κάποτε σε μακάριους λειμώνες, σ’ ένα ατέλειωτο ραβαΐσι με τα φιλαράκια μας, τους ποιητές και τους δερβίσηδες, τις χορεύτριες και τα αλητάκια, ανάμεσα σε ποτάμια από κρασί και ουίσκι, λόφους από γόπες τσιγάρων και φιλντισένια μπαγλαμαδάκια. Και τότε το τραγούδι και το τσιμπούσι θα ‘ναι ατέλειωτα, χωρίς ραγίσματα της καρδιάς και τρακαρισμένα αισθήματα μέσω νεφών.

Σπαθάτος και βεργολυγερός, περπατούσες πάντα αλέγρος και τριζάτος, σχεδόν χορεύοντας. Χαριτωμένος, αέρινος, με κέφι δαιμονικό, σαν εωθινή δροσιά καλοκαιριού, με το δικό σου μπαϊράκι, κατακόκκινο, ν’ ανεμίζει ψηλά και μιαν ανάταση στο βλέμμα που τη γεννούσαν η αγάπη σου για τους ανθρώπους και το πάθος για την πόλη μας, «αλλιώς ωραίος». Με κελαριστό χαμόγελο κι ένα «τι γίνεται, καρντάση;» που σου έπαιρνε την ψυχή. Σ’ αγκάλιαζα κι ήταν σα ν’ αγκάλιαζα όλη τη Σαλονίκη. Πώς να μη σε κλάψω; Ήσουνα μέσα κι έξω σου Ολύμπιος. Αιώνια νιάτα. Τα κορίτσια σε ονειρεύονταν, τα αγόρια σε αγαπούσαν ή σε κρυφοζήλευαν. Η αύρα σου χάραζε ένα νοερό φωτοστέφανο από αγριολούλουδα, βουτιές στην αλμύρα και νύχτες ηδονικής ραστώνης. Η φωνή σου, είτε κουβέντιαζες είτε κελαηδούσες, με ταξίδευε σε βυζαντινά αναλόγια, πανηγύρια των τσιγγάνικων καραβανιών, ξεφαντώματα γύρω από θεσπέσιες κακαβιές, ξέφρενους μπάλους, λουλουδιασμένους επιτάφιους, ανοιχτόκαρδους σεβντάδες και δαιμονικούς ροκ εκστασιασμούς. Ρακοκατανύξεις στο στούντιο «Αγροτικόν». Συμπόσια στην «Τομπουρλίκα». Ηλιοψημένα κορμιά που κουτρουβαλάν μπερδεμένα σε πυρωμένους αμμόλοφους, νεανικά πάρτι με καρπουζοφάναρα, σονάτες από ουράνια κλειδοκύμβαλα, η «Λοξή Φάλαγγα», ερωτιάρικα μπλουτζίν με ανεξίτηλους λεκέδες τσίπουρου, στα γόνατα φθαρμένα απ’ τα λιγωμένα χάδια, στον καβάλο απολιθωμένες εκχυμώσεις. Αγαπησιάρικα ζευγαρώματα, ανακραυγάσματα αισθησιακού αποκαρώματος τον μήνα Αύγουστο. Χωρίς έγνοια για το χαράτσι που χρωστάμε όλοι μας στον Χάρο που παραφυλά. Ταξίμια κάτω απ’ την Ακρόπολη. Παρέα με τον Καζαντζίδη στο τζουκμπόξ, στου «Τζότζου» στα Κάστρα. Οδοιπορικά σε απερπάτητα γκρέμια που βγάζουν σε ολόλαμπρα ξέφωτα. Ιστιοφόρα για την άγονη γραμμή με συνοδεία κητών και αφρόψαρων. Νησιωτικά προσκυνήματα, μορφές στερνών ακηλίδωτων Ρωμιών. Φεγγαρόλουστα λαϊκά κοντσέρτα στη Μύρινα και τη Σκόπελο. Μακροβούτια στις βάθρες του Φονιά της Σαμοθράκης. Μάγισσα Κως, μάγισσα Νίσυρος. Μάγισσα Κίρκη, μάγισσα Σελήνη. Κοιμήσου, ασίκη και κιμπάρη μου. Φωνή μεστή, γήινη, τραγανή, γλυκόπιοτη και εκμαυλιστική, πολύχρωμη, με μια βραχνή μελανάδα να την διαπερνά, σαν μπόλι για άκαρπα δεντριά, σαν το κρασί το κρητικό, το μανδηλάρι, που το ανακατεύουν με άλλες ποικιλίες για να τις ζωντανέψει με το ρουμπινοκονιακίσιο χρώμα του. Στο πέρασμά σου φτερούγιζες, θύμιζες πως δεν γίνεται ο έρωτας να πεθάνει ποτέ. Κοιμήσου γλυκά, άγγελέ μου. Έτσι κι αλλιώς, σκορπίσαμε, χαθήκαμε, λουφάξαμε, δεν βαστιέται αυτό το βάσανο, βάλανε ξένους στο ωραίο μας περβόλι και το ρημάζουν. Κοιμήσου, δερβισόπαιδο. Κρατάμε τα μεράκια σου. Δεν θα σωπάσουν τα τραγούδια σου, οι ρυθμοί και τα λόγια τους, με όχημα τα μελίσματά σου, βάλσαμο θα ‘ναι παντοτινό.

Δεν ωφελούν οι υπομνήσεις των ιστορικών της ημερών αυτή την τσαλακωμένη πολιτεία καθώς εκπίπτει το ήθος της, σφραγίζονται τα στέκια της, χαραμίζονται τα ταλέντα της, αδειάζει απ’ τα πιο χαρισματικά της παιδιά. Εκείνους που τη σακατεύουν «μαλάκες» μού τους έλεγες, ανεβοκατεβάζοντας τις ανάσες σου με τσακισμένη αγανάκτηση. Και σάμπως δεν ήταν! Σε πρόλαβε ο Μανώλης μας, σαράντα μέρες πριν, και μας ρίξατε σε μια διπλή, αξεπέραστη ορφάνια: ενός πνευματικού κι ενός αγαπητικού φίλου. Σας θρηνούμε, αδέρφια μου, με όλα τα δάκρυα που αναβλύζουν απ’ το ντέρτι μας μέχρι που να στραγγίσει.

Πανέμορφε και λατρεμένε μου μάγκα, τους ασπασμούς στους συμπατριώτες αδελφούς που σε περιμένουν στην άλλη όχθη, τον Ιωάννου, τον Ασλάνογλου, τον Μοσκώφ, τον Αναγνωστάκη, τον Θασίτη, τη Σεβάς Χανούμ, τη Λιλή, τον Χοντρονάκο, τον Κεφάλα, τον Κουγιουμτζή. Τρυφερέ, δοξασμένε και τυραννισμένε μου φίλε, σ’ αποχαιρετώ. Φιλώ τη γη που σε φιλοξενεί, το χώμα που σε σκεπάζει. Καληνύχτα, καρντάση μου, καληνύχτα.

(πηγή: LIFO http://www.lifo.gr/mag/columns/3892)